πλακουντοποιικά

πλακουντοποιικά
πλακουντοποιικός
relating to cake-baking
neut nom/voc/acc pl
πλακουντοποιικά̱ , πλακουντοποιικός
relating to cake-baking
fem nom/voc/acc dual
πλακουντοποιικά̱ , πλακουντοποιικός
relating to cake-baking
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αιγίμιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς και νομοθέτης των Δωριέων, την εποχή που αυτοί κατοικούσαν στη Θεσσαλία. Ήταν γιος του Δώρου, γενάρχη των Δωριέων. Οργάνωσε τους Δωριείς σε πολιτεία και το νομοθετικό του έργο ήταν τέτοιο, που εξυμνήθηκε αργότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”